Έχετε σκεφτεί ποτέ από πού προέρχεται κάποιο από τα τρόφιμα τα οποία έφτασαν σήμερα στο τραπέζι σας και με ποιο τρόπο έφτασε ως εσάς; Γνωρίζετε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των τροφίμων τα οποία καθημερινά καταναλώνουμε χρειάστηκε να ταξιδέψουν εκατοντάδες ίσως και χιλιάδες μίλια ώστε να μπορούμε εμείς να τα απολαύσουμε;
Με τον όρο «Food Miles» περιγράφουμε συνοπτικά την απόσταση που ταξιδεύουν τα τρόφιμα, έως ότου, από τον τόπο παραγωγής τους φτάσουν στο πιάτο μας. Τα τελευταία χρόνια και με τη συνεχή ανάπτυξη των εισαγωγών και εξαγωγών τροφίμων ανά τον κόσμο οι αποστάσεις μεταφοράς τους, ολοένα και αυξάνονται, ενώ παράλληλα ο καταναλωτής απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τις τοπικές πηγές τροφίμων, καθώς επίσης και τις εποχιακές, δεδομένου ότι έχει πλέον τη δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ αναρίθμητων αγαθών ασχέτως με την χώρα προέλευσης και την εποχή.
Πόσο θετικό όμως είναι το γεγονός αυτό; Και κατά πόσο αντιλαμβανόμαστε τα αρνητικά του; Πόσοι από εμάς συνειδητοποιούν ότι τα τρόφιμα που εισάγουμε ή εξάγουμε, συμβάλουν σε μεγάλο βαθμό στη μόλυνση της ατμόσφαιράς;
Μια έκθεση του Βρετανικού τμήματος περιβάλλοντος τροφίμων και αγροτικών υποθέσεων, εντόπισε εντυπωσιακές αλλαγές στην βρετανική παραγωγή προϊόντων και την αλυσίδα εφοδιασμού τα τελευταία πενήντα χρόνια, τα οποία έχουν αυξήσει κατά πολύ τη μεταφορά τροφίμων. Ορισμένες από τις αλλαγές είναι:
– Η παγκοσμιοποίηση της βιομηχανίας τροφίμων με τις αυξανόμενες εισαγωγές και εξαγωγές και της ευρύτερης πρόσβασης των τροφίμων.
– Η συγκέντρωση των τροφίμων σε λιγότερους αλλά μεγαλύτερους προμηθευτές ώστε να ικανοποιηθεί η απαίτηση για τις μαζικές καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου προμήθειες ομοιόμορφων προϊόντων.
– Οι μεγάλες αλλαγές στον τρόπο παράδοσης των προϊόντων δεδομένων των τεράστιων διαδρομών που απαιτούνται (για παράδειγμα, μεταφορά με βαριά φορτηγά) και,
– Η αναγκαστική μετακίνηση των αγοραστών σε μεγάλα σημεία συγκέντρωσης των αγαθών σε αντίθεση με τις συχνές επισκέψεις πεζών στα καταστήματα .
Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα από το 1978 έως σήμερα να αυξηθεί κατά 23% ετησίως το ποσοστό των τροφίμων που μετακινούνται σε μεγάλες αποστάσεις ενώ η μέση απόσταση για κάθε ταξίδι αυξήθηκε κατά 50%.
Η μεταφορά των τροφίμων σε όλο τον κόσμο γίνεται με αεροπλάνα, πλοία και φορτηγά και η άνοδος στα «μίλια τροφίμων» (Food Miles), έχει οδηγήσει και στην άνοδο των αρνητικών επιπτώσεων τόσο στα κοινωνικά και οικονομικά όσο και στα περιβαλλοντικά ζητήματα. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, η ατμοσφαιρική ρύπανση, η κυκλοφοριακή συμφόρηση, τα ατυχήματα και ο θόρυβος. Γενικώς τα υψηλά επίπεδα δραστηριότητας των οχημάτων οδηγούν σε μεγαλύτερες δυσμενείς επιδράσεις.
Τα γεωργικά προϊόντα και τα τρόφιμα αποτελούν το 30% των αγαθών που διακινούνται μεταφερόμενα στη Μ. Βρετανία και σύμφωνα με μια κυβερνητική έρευνα του 2005 το κόστος σε ατυχήματα και ρύπανση ανέρχεται στα 9 δισεκατομμύρια λίρες ετησίως.
Από τη μεταφορά των τροφίμων προστίθενται σχεδόν 19 εκατομμύρια τόνοι διοξειδίου του άνθρακα ετησίως ενώ πάνω από 2 εκατομμύρια τόνοι παράγονται από τα αυτοκίνητα που ταξιδεύουν από κατάστημα σε κατάστημα.
Στη Μ. Βρετανία τα μισά λαχανικά και το 95% των τροφίμων προέρχονται από εισαγωγές που μεταφέρονται κυρίως με το αεροπλάνο το οποίο εκπέμπει το μεγαλύτερο ποσοστό διοξειδίου του άνθρακα από οποιοδήποτε άλλο μέσο μεταφοράς. Αν και τα αερομεταφερόμενα προϊόντα αντιστοιχούν σε λιγότερο από 1% των συνολικών μιλίων που διανύουν τα τρόφιμα, είναι υπεύθυνα για το 11% των συνολικών εκπομπών του CO2 από τη μεταφορά τροφίμων. Αυτό ισχύει διότι η μεταφορά με το αεροπλάνο παράγει 177 φορές περισσότερα αέρια από τη ναυτιλία για παράδειγμα.
Είναι πολύ εύκολο να κατηγορήσουμε ένα και μόνο μέσω μεταφοράς για όλα τα αρνητικά επακόλουθα του «Food Miles». Σαφώς όμως δεν πρέπει να αγνοήσουμε τις επιπτώσεις που υπάρχουν από τα αυτοκίνητα κυρίως που ταξιδεύουν είτε μεταφέροντας τρόφιμα ανά τον κόσμο είτε μεταφέροντας τους καταναλωτές προς τους τόπους προμήθειας των τροφίμων τους σε καθημερινή βάση. Με μια αύξηση 7% τα τελευταία χρόνια τα αυτοκίνητα ευθύνονται σήμερα για το 20% του εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στη Βρετανία.
Είναι όμως τα τοπικά προϊόντα πάντα καλύτερα;
Ακόμη κι αν τα τρόφιμα είναι τοπικής παραγωγής μπορεί να κρατηθούν στην κατάψυξη για πολλούς μήνες. Η προσπάθεια λοιπόν να διατηρηθούν αυτά τα τρόφιμα έχουν σαν αποτέλεσμα και σ αυτήν την περίπτωση την εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα.
Η έκθεση του Βρετανικού τμήματος περιβάλλοντος τροφίμων και αγροτικών υποθέσεων έδειξε ότι σε κάποιες περιπτώσεις είναι προτιμότερο να γίνεται εισαγωγή τροφίμων από άλλες χώρες, παρά να τα καλλιεργεί κάποιος τοπικά αλλά σε θερμαινόμενα θερμοκήπια. Κι αυτό διότι αναλογικά υπήρχε μικρότερο αντίκτυπο στο περιβάλλον η μεταφορά του από την τοπική καλλιέργεια. Μια μελέτη επίσης που πραγματοποιήθηκε στο πανεπιστήμιο του Λίνκολν της Νέας Ζηλανδίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εκτροφή και η διανομή βρετανικού αρνιού παράγουν περισσότερες εκπομπές CO2 από το να εισήγαγαν το κρέας από τη Νέα Ζηλανδία. Μπορεί το κρέας να μεταφέρεται από θαλάσσης σε μια απόσταση 11.000 μιλίων δεδομένου όμως ότι οι αγρότες της Νέας Ζηλανδίας χρησιμοποιούν περισσότερη ανανεώσιμη ενέργεια και λιγότερο λίπασμα, η γεωργία τους είναι πιο αποτελεσματική σε σχέση μ αυτήν της Βρετανίας.
Οι καταναλωτές αναμφίβολα θα συνεχίσουν να απαιτούν εισαγόμενα προϊόντα και μάλιστα εκτός εποχής. Και το ζητούμενο δεν είναι να αλλάξουμε αυτό το δεδομένο. Το ζητούμενο είναι να αλλάξουμε τον τρόπο παραγωγής του κάθε προϊόντος, ώστε αυτά που φτάνουν στην πόρτα μας να έχουν το δυνατό λιγότερες επιπτώσεις στο περιβάλλον. Το διοξείδιο του άνθρακα εκπέμπεται σε κάθε στάδιο παραγωγής, άρα είναι στο χέρι του καταναλωτή να ορίσει τα όρια στο πόσο διοξείδιο θα εκπέμπεται με την επιλογή προϊόντων όσο γίνεται πιο φιλικών προς το περιβάλλον.
Για να υποστηριχθεί ακόμη περισσότερο μια πιο φιλική προς το περιβάλλον παραγωγή προϊόντων χωρίς όμως να βλάψει οικονομικά διάφορες χώρες – αναπτυσσόμενες οικονομικά χώρες κυρίως του τρίτου κόσμου – γίνεται μια προσπάθεια ώστε να αναπτυχθεί περισσότερο το «fair-trade*» (δίκαιο εμπόριο) και να προσαρμοστούν τα αερομεταφερόμενα τρόφιμα στα ηθικά εμπορικά πρότυπα αρχής γενομένης από το 2009.
Πολλές επιχειρήσεις λόγω της ανησυχίας του κόσμου για τη μόλυνση του περιβάλλοντος εξαιτίας των αερομεταφορών αναγκάστηκαν να χρησιμοποιούν στα προϊόντα τους ετικέτες επισήμανσης του τρόπου μεταφοράς τους.
Ήδη πολλοί είναι αυτοί που αναζητούν στις ετικέτες αυτών που αγοράζουν πληροφορίες για τη προέλευση, το μέσο μεταφοράς και τα στοιχεία που αφορούν τις εκπομπές διοξειδίου και παράλληλα οι εταιρίες πιστοποιούν τα προϊόντα τους σε μια παγκόσμια προσπάθεια δέσμευσης για τη μείωση των εκπομπών.
Μέχρι όμως αυτό το μέτρο να γίνει συνείδηση για όλους, καλό είναι να ψωνίζουμε τοπικά και εντός εποχής και κατά προτίμηση οργανικά. Αυτό μπορεί να είναι η μοναδική εγγύηση ότι τα τρόφιμα που αγοράζουμε κάνουν τη λιγότερη πιθανή ζημιά στο περιβάλλον μας.
*Το δίκαιο εμπόριο είναι μία εναλλακτική προσέγγιση της εμπορικής δραστηριότητας, μια νέα μορφή εμπορικής συνεργασίας βασισμένη στο διάλογο, τη διαφάνεια και το σεβασμό. Στόχος είναι ο περιορισμός της φτώχιας και η βιώσιμη ανάπτυξη των οικονομικά μη προνομιούχων και περιθωριοποιημένων παραγωγών του αναπτυσσόμενου κόσμου, προστατεύοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον.
Σχολιάστε το άρθρο